ξέβγαλμα — ξέβγαλμα, το και ξέβγασμα, το, ατος 1. τελευταίο πλύσιμο των ρούχων: Είμαι στο ξέβγασμα της μπουγάδας. 2. παραπλάνηση, διαφθορά. 3. προπομπή, ξεπροβόδισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξέπλυμα — το [ξεπλύνω] 1. διαβροχή με νερό για καθαρισμό από σαπούνι, ξέβγαλμα 2. πλύσιμο με νερό, χωρίς σαπούνι 3. άγευστο, ανούσιο φαγητό, νερόπλυμα 4. το νερό που μένει μετά το ξέβγαλμα, απόπλυμα 5. μτφ. για πρόσ. άτομο χωρίς ζωηρότητα, ιδίως στην… … Dictionary of Greek
ηλεκτρικές οικιακές συσκευές — Συσκευές των οποίων η λειτουργία βασίζεται στον ηλεκτρισμό και οι οποίες αυτοματοποιούν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό διάφορες οικιακές εργασίες. Οι η.ο.σ., λόγω της μεγάλης τους διάδοσης, έχουν δημιουργήσει μια ανθηρότατη βιομηχανία και κατέχουν… … Dictionary of Greek
έκλουση — η το ξέβγαλμα, η έκπλυση … Dictionary of Greek
ανάπλυσις — ἀνάπλυσις ( εως), η (Α) ξαναπλύσιμο, ξέβγαλμα … Dictionary of Greek
ξέβγαρμα — το βλ. ξέβγαλμα … Dictionary of Greek